ελλανόδικος

ελλανόδικος
-η και -ος, -ο
φρ. «ελλανόδικος επιτροπή» — η επιτροπή τής οποίας τα μέλη εποπτεύουν τους αγώνες και τη διεξαγωγή τους, κρίνουν τους αθλητές και αναγορεύουν τους νικητές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ελλανόδικος — η, ο που ασκεί ελλανοδικία (βλ. λ.): Ελλανόδικη επιτροπή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”